σπαζοκεφαλιά

σπαζοκεφαλιά
bulmaca, bilmece

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπαζοκεφαλιά — η, Ν 1. δισεπίλυτο πνευματικό παιχνίδι 2. συνεκδ. καθετί που απαιτεί κοπιώδη σκέψη για να λυθεί ή να διευθετηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάζω + κεφάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. απλοχερ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοθραύστης — ο 1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο 2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης. Η λ., στον λόγιο… …   Dictionary of Greek

  • σπαζοκεφαλιάζω — Ν [σπαζοκεφαλιά] βασανίζω το μυαλό μου για να βρω τη λύση ενός προβλήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”